επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… … Dictionary of Greek
θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
οστρακίας — ὀστρακίας, ὁ (Α) είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ίας (πρβλ. χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek